- νεοσσοποιώ
- νεοσσοποιῶ και νοσσοποιῶ, -έω (ΑΜ Μ και νοσσιοποιῶ)επωάζω νεοσσούς, νεοσσεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + -ποιῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
νεοσσοποιία — νεοσσοποιΐα και αττ. τ. νεοττοποιΐα, ἡ (Α) [νεοσσοποιώ] το να επωάζει η όρνιθα τα αβγά της, το κλώσσημα … Dictionary of Greek
νοσσοποιώ — νοσσοποιῶ, έω (ΑΜ, Μ και νοσσιοποιῶ) βλ. νεοσσοποιώ … Dictionary of Greek